RECANT - translation to αραβικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

RECANT - translation to αραβικά

PUBLIC DENIAL OF ONE'S PREVIOUSLY PUBLISHED OPINION OR BELIEF
Recanting; Recant
  •  Doctor Factobend's Recantation in the Bird Basket at [[St Kilda, Scotland]] a plate from Dr Prosody (by William Combe 1821, ASIN: B007T2QPX8) at p248

RECANT         

الفعل

أَنْكَرَ ; اِرْتَدَّ ( عن دِينٍ أو عَقِيدة إلخ ) ; تَبَرَّأَ مِنْ ; تَنَصَّلَ ; جَحَدَ ; صَبَأَ ; لَحَدَ

RECANTATION         

ألاسم

اِرْتِكاس ; اِنْحِسَار ; اِنْسِحاب ; اِنْكِفاء ; تَرَاجُع ; تَقَهْقُر ; رُجُوع ; سَحْب ; قَهْقَرَة ; قَهْقَرَى ; نُكُوص

recantation         
إنكار

Ορισμός

recant
[r?'kant]
¦ verb renounce a former opinion or belief, especially one considered heretical.
Derivatives
recantation ?ri:kan'te??(?)n noun
recanter noun
Origin
C16: from L. recantare 'revoke', from re- (expressing reversal) + cantare 'sing, chant'.

Βικιπαίδεια

Recantation

Recantation means a personal public act of denial of a previously published opinion or belief. It is derived from the Latin "re cantare", to re-sing.

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για RECANT
1. Related Article Witnesses Recant in Sychyov Case (Jul. 17, 2006) $
2. Lieberman stands condemned today because he didn‘t recant.
3. Four actresses recant the myths at various moments.
4. But prosecutors now expect them all to recant earlier testimony in an attempt to free Moura.
5. This step comes in the backdrop of the RSS virtually ordering him to recant on Monday.